- εὐθένεια
- εὐθένειαsupplyfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθένεια — εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής] αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.) αρχ. 1. προμήθεια, εφοδιασμός 2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία 3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» επιμελητής που φροντίζει για τον… … Dictionary of Greek
εὐθένειαν — εὐθένεια supply fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθενία — εὐθενία και ιων. τ. εὐθενίη, ἡ (Α) βλ. ευθένεια … Dictionary of Greek
ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… … Dictionary of Greek
πολυθενία — ἡ, Α η ευθένεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θενία < θ. θεν τού εὐ θενῶ «είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω» (βλ. λ. ευθενώ)] … Dictionary of Greek
gʷhen-1 — gʷhen 1 English meaning: to swell, abound Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, strotzen, Fũlle” Material: O.Ind. ü haná “tumescent, strotzend, luscious”, ghaná “dense, thick”, m. “kompakte mass”; Pers. ü gandan “anfũllen”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary